ιδιοκτήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδιοκτήτρια (μαρτυρείται από το 1872)[1]< ιδιοκτήτης + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιδιοκτήτρια θηλυκό
- θηλυκό του ιδιοκτήτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιδιοκτήτρια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 483, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου