ιδιοτυπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδιοτυπία (μαρτυρείται από το 1849)[1]< από το επίθετο ιδιότυπος < ελληνιστικό ἰδιότυπος < ἴδιος (προσωπικός, ιδιαίτερος) + τύπος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιδιοτυπία θηλυκό
- η ιδιαίτερη μορφή, η ιδιομορφία, η διαφορετικότητα, η μοναδικότητα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιδιοτυπία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 483, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου