ιδιόμορφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδιόμορφος < (ελληνιστική κοινή) ἰδιόμορφος < ἴδιος + μορφή
Επίθετο
[επεξεργασία]ιδιόμορφος, -η, -ο
- που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ώστε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα μέλη της κατηγορίας όπου ανήκει
- ιδιόμορφος άνθρωπος, ιδιόμορφη συμπεριφορά, ιδιόμορφο χτένισμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιδιόμορφος
|