ιδροκοπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιδροκοπώ < ιδρώτας + -κοπώ (< κόπος)

ιδροκοπώ

  1. ιδρώνω πολύ λόγω έντονης σωματικής προσπάθειας
  2. (κατ’ επέκταση) καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μοχθώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]