ιδρυματοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιδρυματοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ιδρυματοποιώ

ιδρυματοποιούμαι

  • μου προκαλούν συμπεριφορές, μου διαμορφώνουν ψυχοσύνθεση που σχετίζεται με την ιδρυματική ζωή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]