ιδρώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδρώς < μεσαιωνική ελληνική ιδρώς < αρχαία ελληνική ἱδρώς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιδρώς αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ο ιδρώτας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιδρώς
|