ιερέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἱερέα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του ιερέας

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • για τη γενική πτώση: του ιερέως (λόγιο)