ιερομόναχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἱερομόναχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιερομόναχος οι ιερομόναχοι
      γενική του ιερομόναχου
ιερομονάχου
των ιερομόναχων
ιερομονάχων
    αιτιατική τον ιερομόναχο τους ιερομόναχους
ιερομονάχους
     κλητική ιερομόναχε ιερομόναχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιερομόναχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἱερομόναχος < ἱερο- + μοναχός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ιερομόναχος αρσενικό

  • (θρησκεία) ένας μοναχός που είναι ταυτόχρονα και ιερέας
    ※  ..του Ευαγγελίου και των Πράξεων, βασίζεται στην παράδοση, που αποτυπώθηκε στην υμνολογία (στιχηρά του Εσπερινού) και στο Συναξάριο της Αναλήψεως, όπως επίσης και στον Βίο της Παναγίας του ιερομονάχου Επιφανίου. (Εικόνες της Κρητικής τέχνης από τον Χάνδακα ως την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, επιμ. Μανόλης Μπουρμπουδάκης, 2004, σελ. 367)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]