ιζηματογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιζηματογόνος < ιζηματ(ος) + -ο- + -γόνος
Επίθετο
[επεξεργασία]ιζηματογόνος, -ος/α, -ο
- που προκαλεί δημιουργία ιζήματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιζηματογόνος
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γόνος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)