ιθύφαλλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιθύφαλλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ιθύφαλλος αρσενικό

φαλλός σε στύση:

  1. χορός
  2. ομοίωμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]