ιθύφαλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιθύφαλλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιθύφαλλος αρσενικό
φαλλός σε στύση:
- χορός
- ομοίωμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιθύφαλλος
|