ικανοποιητικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ικανοποιητικώς < ικανοποιητικός + -ώς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ικανοποιητικώς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]