ιλμενίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]ιλμενίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) σκούρο γκρι ορυκτό (οξείδιο σιδήρου και τιτανίου: FeTiO3), με ασθενείς μαγνητικές ιδιότητες, που βρίσκεται σε μεταμορφικά και πυριγενή πετρώματα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ilmenite στην αγγλική Βικιπαίδεια