ιματιοφυλάκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιματιοφυλάκιο < (ελληνιστική κοινή) ἱματιοφυλάκιον < αρχαία ελληνική ἱμάτιον (υποκοριστικό του εἷμα < ἕννυμι < *ϝέσνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes-: ντύνω) < + φυλάκιον (< φυλάττω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιματιοφυλάκιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιματιοφυλάκιο
|