ινδοκυανίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ινδοκυανίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: indocyanine < indole (< indigo + λατινική oleum < αρχαία ελληνική ἔλαιον) + cyanine (< αρχαία ελληνική κῠᾰ́νεος / κῠᾰνοῦς)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ινδοκυανίνη θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Indocyanine green στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ινδοκυανίνη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)