ινκόγκνιτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ινκόγκνιτο < (ορθογραφικό δάνειο) διαγλωσσική ορολογία incognito, ουδέτερο για την λατινική incognitus[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /inˈko.ɡni.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ιν‐κό‐γκνι‐το
Επίρρημα[επεξεργασία]
ινκόγκνιτο ή ιγκόγκνιτο, ινκόγνιτο και ιγκόγνιτο
- για πρόσωπο (προσωπικότητα) το οποίο κατά τη μετακίνησή του ή την παρουσία του σε ένα χώρο, προσπαθεί να αποκρύψει την ταυτότητά του, ώστε να διατηρήσει την ανωνυμία του και να περάσει απαρατήρητος
- ↪ ο διάσημος σταρ του Χόλιγουντ επισκέφθηκε ινκόγκνιτο την Αθήνα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ινκόγκνιτο ουδέτερο άκλιτο
- (διπλωματία) η μυστικότητα στη μετακίνηση ή στην παρουσία προσωπικότητας σε ένα χώρο
- ↪ πρέπει να διατηρήσουμε το ινκόγκνιτο του υπουργού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ινκόγκνιτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ορθογραφικά δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Διπλωματία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)