ιντιμισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιντιμισμός αρσενικό
- (τέχνη) ζωγραφική τεχνοτροπία απεικόνισης εσωτερικών χώρων (καθιερώθηκε από τους ζωγράφους Πιέρ Μπονάρ (Pierre Bonnard) και Εδουάρδο Βυγιάρ (Edouard Vuillard))
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιντιμισμός
|