ιπποκομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιπποκομία θηλυκό
- η φροντίδα για την καθαριότητα, την υγεία και τη διατροφή των αλόγων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιπποκομία
|