ιριδωτών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ιριδωτών
- γενική πληθυντικού του ιριδωτός
- γενική πληθυντικού του ιριδωτή
- γενική πληθυντικού του ιριδωτό
ιριδωτών