ισλαμιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ισλαμιστής αρσενικό (θηλυκό: ισλαμίστρια)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- η λέξη μουσουλμάνος χρησιμοποιείται για έναν πιστό της ίδιας θρησκείας, ο οποίος δεν έχει ή δεν γνωρίζουμε να έχει πολιτική δράση και που κατά κανόνα δεν είναι φανατικός. Οι Άραβες δίνουν διαφορετική έννοια στις δύο λέξεις.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ισλάμ