ισλαμιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ισλαμιστής οι ισλαμιστές
      γενική του ισλαμιστή των ισλαμιστών
    αιτιατική τον ισλαμιστή τους ισλαμιστές
     κλητική ισλαμιστή ισλαμιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ισλαμιστής < γαλλική islamiste < islam (Ισλάμ) + -iste (-ιστής)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ισλαμιστής αρσενικό (θηλυκό: ισλαμίστρια)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • η λέξη μουσουλμάνος χρησιμοποιείται για έναν πιστό της ίδιας θρησκείας, ο οποίος δεν έχει ή δεν γνωρίζουμε να έχει πολιτική δράση και που κατά κανόνα δεν είναι φανατικός. Οι Άραβες δίνουν διαφορετική έννοια στις δύο λέξεις.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]