ισοβαθμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ισοβαθμώ < ισόβαθμος

ισοβαθμώ

  • έχω ίσους βαθμούς με άλλους συναγωνιζόμενους σε διαγωνισμό, πρωτάθλημα κλπ.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]