ισομερισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ισομερισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική isomerism < (ελληνιστική κοινή) ἰσομερής < αρχαία ελληνική ἴσος + μέρος
- ισομερισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική isomerisation < (ελληνιστική κοινή) ἰσομερής < αρχαία ελληνική ἴσος + μέρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ισομερισμός αρσενικό
- ισομεροποίηση, η μετατροπή σε χημικό ή φυσικό ισομερές, μεταλλαγή από ένα ισομερές σε άλλο
- (σπάνιο), (κυριολεκτικά) ισομέρεια
- (σπάνιο), (χημεία) ισομέρεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ισομερισμός
|
ισομεροποίηση