ισοσθενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισοσθενής | η | ισοσθενής | το | ισοσθενές |
γενική | του | ισοσθενούς* | της | ισοσθενούς | του | ισοσθενούς |
αιτιατική | τον | ισοσθενή | την | ισοσθενή | το | ισοσθενές |
κλητική | ισοσθενή(ς) | ισοσθενής | ισοσθενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισοσθενείς | οι | ισοσθενείς | τα | ισοσθενή |
γενική | των | ισοσθενών | των | ισοσθενών | των | ισοσθενών |
αιτιατική | τους | ισοσθενείς | τις | ισοσθενείς | τα | ισοσθενή |
κλητική | ισοσθενείς | ισοσθενείς | ισοσθενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοσθενής < ελληνιστική κοινή ἰσοσθενής < αρχαία ελληνική ἴσος + σθένος. Μορφολογικά αναλύεται σε ισο- + -σθενής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.so.sθeˈnis/
Επίθετο[επεξεργασία]
ισοσθενής, -ής, -ές
- (αρχαιοπρεπές) που έχει το ίσο σθένος, την ίδια δύναμη με κάποιον άλλο
- (χημεία) ομοιοπολικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ισοσθένεια / ισοσθενία
- ισοσθενώ
- → δείτε τις λέξεις ίσος και σθένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ισο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σθενής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)