ιστιοδρομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἱστιοδρομῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιστιοδρομώ < ελληνιστική κοινή ἱστιοδρομέω / ἱστιοδρομῶ < αρχαία ελληνική ἱστίον (< ἱστός + δρόμος

ιστιοδρομώ

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]