ιστολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιστολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- ο χρήστης ενός ιστολογίου
- ο αρθρογράφος ενός ιστολογίου
- ο διαχειριστής ενός ιστολογίου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ιστολογία (ιατρική)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)