ιστοσυμβατότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιστοσυμβατότητα θηλυκό
- (γενετική) τα στατιστικά χαρακτηριστικά των πολυμορφικών αλλίων ατόμου
- (ιατρική) το κατά πόσο μοιάζουν οι ιστοί δύο ατόμων, ώστε ο ένας να μπορεί να γίνει δότης ιστών για τον άλλο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- έντονη πολυμορφική διαφοροποίηση του DNA απ' τον μέσο αριθμό ομόλογων επαναλήψεων του γενικού πληθυσμού (αριθμός επαναλήψεων φράσεων DNA || short tandem repeat analysis [STR])) αυξάνει την πιθανότητα ψυχικής νόσου και σχιζοφρένειας (Robert Sapolsky)[1]
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Human leukocyte antigen στην αγγλική Βικιπαίδεια