ισχάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ισχάζω < αρχαία ελληνική ἴσχω < ἔχω

ισχάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]