ισχνότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ισχνότητα < ισχνός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ισχνότητα θηλυκό
- λιποσαρκία, αδυναμία
- ανεπάρκεια, ένδεια
οικονομική ισχνότητα