ισότονο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /iˈso.to.no/
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ισότονο
- αιτιατική ενικού του ισότονος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ισότονος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ισότονο ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό
- (πυρηνική φυσική) νουκλίδια ή πυρήνες ατόμων που έχουν ίδιο αριθμό νετρονίων αλλά διαφορετικό αριθμό πρωτονίων