ιχθυόσκαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιχθυόσκαλα < ιχθυό- + σκάλα, (μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ψαρόσκαλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιχθυόσκαλα θηλυκό
- (αλιεία) το μέρος λιμανιού όπου ξεφορτώνονται (και πωλούνται) ψάρια, που συνήθως διαθέτει υποδομές, όπως ψυκτικούς θαλάμους, αποθηκευτικούς χώρους, συσκευαστήρια κ.λπ.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ιχθυολιμένας (λόγιο)
- μπαλουχανάς (ιδιωματικό)
- ψαρόσκαλα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιχθυό- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νέα ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νέα ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αλιεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)