ιότροπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιότροπος η ιότροπη το ιότροπο
      γενική του ιότροπου της ιότροπης του ιότροπου
    αιτιατική τον ιότροπο την ιότροπη το ιότροπο
     κλητική ιότροπε ιότροπη ιότροπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιότροποι οι ιότροπες τα ιότροπα
      γενική των ιότροπων των ιότροπων των ιότροπων
    αιτιατική τους ιότροπους τις ιότροπες τα ιότροπα
     κλητική ιότροποι ιότροπες ιότροπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιότροπος < ιό(ς) + -τροπος (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική viral

Επίθετο[επεξεργασία]

ιότροπος

 συνώνυμα: βάιραλ (αργκό)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]