κάναβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάναβα οι κάναβες
      γενική της κάναβας των καναβών
    αιτιατική την κάναβα τις κάναβες
     κλητική κάναβα κάναβες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάναβα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάναβα θηλυκό

  • (Σαντορίνη) κλειστός χώρος που χρησιμοποιείται για οινοποιείο και αποθήκη κρασιών, εμφιαλωτήριο[1], οιναποθήκη [2]
    ※  Έφτασαν σχετικά γρήγορα στην κάναβα, απαραίτητο χώρο κυρίως των καπετανόσπιτων στη Σαντορίνη, όπου γινόταν η οινοποίηση του κρασιού (Αλέξανδρος Ντερπούλης, Το νησί κάτω από την ομίχλη, 2011 [3])
    ※  Με απόλυτο σεβασμό στη Θηραϊκή οινοποίηση Η παραδοσιακή οικογενειακή κάναβα ... βρίσκεται στη Μέσα Γωνιά και θεωρείται η παλαιότερη του νησιού καθώς μετράει σχεδόν δυο αιώνες αδιάκοπης αγροτικής δημιουργίας, (Δημήτρης Χατζηνικολάου, Επισκέψιμα και Aγαπημένα Oινοποιεία, Ένα μεθυστικό ταξίδι με ξεναγό τον οινολόγο Δημήτρη Χατζηνικολάου, 2021)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Bottiglieria: κάναβα (Alexis de Sommevoire / Αλέξιος Σουμαβεραίος, Tesoro della lingua greca-volgare ed italiana / Θησαυρός της Ρωμαϊκής και της Φραγκικής γλώσσας ήγουν λεξικόν Ρωμαϊκόν και Φραγκικών πλουσιότατον, 1709, σελ. 80 [1]
  2. Νικόλαος Πεταλάς, Θηραϊκής γλωσσολογικής ύλης: Ιδιωτικόν της θηραϊκής γλώσσης, τεύχος Α', Τυπογρ. Νικήτα Γ. Πἀσσαρη, 1876. [2]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]