κάψαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάψαλο τα κάψαλα
      γενική του καψάλου
κάψαλου
των καψάλων
    αιτιατική το κάψαλο τα κάψαλα
     κλητική κάψαλο κάψαλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάψαλο < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈka.psa.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐ψα‐λο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάψαλο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Πλάτων, τόμ. 23-26 (1960), σελ. 34
  • κάψαλο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)