κέικ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κέικ < αγγλική cake
κέικ πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κέικ ουδέτερο άκλιτο (και κεκ)

  • γλυκό από ζύμη με αλεύρι, ζάχαρη, αβγά και μαγιά που ψήνεται στο φούρνο συνήθως μέσα σε μακρόστενες ή στρογγυλές φόρμες με τρύπα μπορεί να περιέχει και διάφορα άλλα συστατικά

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]