καβαδούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβαδούρα οι καβαδούρες
      γενική της καβαδούρας
    αιτιατική την καβαδούρα τις καβαδούρες
     κλητική καβαδούρα καβαδούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καβαδούρα < μεσαιωνική ελληνική καβάδ(ιν) + -ούρα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.vaˈðu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐βα‐δού‐ρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καβαδούρα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]