καβαλαρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καβαλαρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καβαλαρία θηλυκό
- ομάδα ιππέων, ιππικό
- Φεύγοντας από την Άρτα, η Τουρκιά, πεζούρα και καβαλαρία, μας πήρε κοντά και σκλάβωνε ανθρώπους και σκότωνε. (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη)
Επίρρημα
[επεξεργασία]καβαλαρία
- καβάλα σε άλογο ή άλλο ζώο
- πηγαίναμε όλοι καβαλαρία στο επάνω χωριό