καγιανάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καγιανάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaygana < περσική خاگینه (khâgine, "ομελέτα")
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καγιανάς αρσενικό
- (γαστρονομία) ομελέτα με χτυπημένα αβγά μαγειρεμένα σε σάλτσα ντομάτας
- Δεν πετάμε τίποτα. Ούτε τη χωριάτικη, εννοείται, την οποία μεταποιούμε σε νοστιμότατο καγιανά. (*)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)