καδινάτσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καδινάτσο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καδινάτσο ουδέτερο

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) μεγάλος σύρτης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]