καδράρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καδράρω < ουσιαστικό κάδρο + επίθημα -άρω

καδράρω

  1. τοποθετώ εικόνα ή φωτογραφία σε κάδρο
  2. φροντίζω την γωνία της φωτογραφικής ή κινηματογραφικής λήψης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]