καζανιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καζανιάζω < καζάνι + -ιάζω

καζανιάζω, στ.μέλλ.: θα καζανιάσω, αόρ.: καζάνιασα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]