καθαγνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθαγνισμός < καθαγνίζω + -μός < αρχαία ελληνική καθαγνίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθαγνισμός αρσενικό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καθαγνίζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθαγνισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)