καθαρογλώσσημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καθαρογλώσσημα ουδέτερο
- (λόγιο) ο γλωσσοδέτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καθαρογλώσσημα
|