καθησυχάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθησυχάζω < (ελληνιστική κοινή)

καθησυχάζω

  1. (μεταβατικό) πείθω ή προσπαθώ να πείσω κάποιον ότι δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί
  2. (αμετάβατο) παύω να ανησυχώ

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]