καθισματάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καθισματάκι | τα | καθισματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καθισματάκι | τα | καθισματάκια |
κλητική | καθισματάκι | καθισματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καθισματάκι ουδέτερο
- κάθισμα μικρών διαστάσεων, συνήθως για παιδί ή βρέφος
- έβαλε το μωρό στο καθισματάκι του στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καθισματάκι
|