καθιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.θi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θι‐στι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]καθιστικός, -ή, -ό
- που δεν απαιτεί μετακίνηση ή ορθοστασία
- καθιστική ζωή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ακάθιστος
- ακατακάθιστος
- ανακαθιστός
- καθισιό
- καθιστικό
- καθιστός
- → και δείτε τη λέξη καθίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ καθιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)