καθομολόγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθομολόγηση οι καθομολογήσεις
      γενική της καθομολόγησης* των καθομολογήσεων
    αιτιατική την καθομολόγηση τις καθομολογήσεις
     κλητική καθομολόγηση καθομολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθομολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθομολόγηση < (καθομολογώ) καθομολογη- + -ση απόδοση για τη γαλλική profession[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.θo.moˈlo.ʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θο‐μο‐λό‐γη‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καθομολόγηση θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]