καθρέπτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθρέπτης < → δείτε τη λέξη καθρέφτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καθρέπτης αρσενικό

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]