καθυποβάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθυποβάλλω < ελληνιστική κοινή καθυποβάλλω

καθυποβάλλω

  1. λαμβάνω μορφή
  2. υποτάσσω



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθυποβάλλω < καθ- + ὑποβάλλω

καθυποβάλλω (ελληνιστική κοινή)

  1. υποτάσσω
  2. τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο