κακιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κακιώνω < κακία

κακιώνω

  • θυμώνω με κάποιον με τον οποίο είχα καλές σχέσεις και του κρατάω κακία, δεν του μιλάω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]