κακκαβάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κακκαβάς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κακκαβάς οι κακκαβάδες
      γενική του κακκαβά των κακκαβάδων
    αιτιατική τον κακκαβά τους κακκαβάδες
     κλητική κακκαβά κακκαβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακκαβάς < κακκάβι + -άς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.kaˈvas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κακ‐κα‐βάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κακκαβάς αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • κακκαβάς σελ.203 - Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.