κακκαβιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κακκαβιά < κακκάβι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακκαβιά οι κακκαβιές
      γενική της κακκαβιάς των κακκαβιών
    αιτιατική την κακκαβιά τις κακκαβιές
     κλητική κακκαβιά κακκαβιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κακκαβιά θηλυκό

  1. το περιεχόμενο κι η χωρητικότητα του κακκαβιού
  2. (φαγητά) σούπα που φτιάχνεται βράζοντας ποικιλία μικρών ψαριών μαζί

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]